ανακυλίω

ανακυλίω
μετ.
1) вкатывать (наверх); 2) катить назад, откатывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανακυλίω" в других словарях:

  • ανακυλίω — (Α ἀνακυλίω) κυλώ προς τα επάνω, προς τα πίσω ή κατ επανάληψη αρχ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυλίω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακύλιση, ανακύλισμα] …   Dictionary of Greek

  • ανακυλώ — ( άω) [μτγν. ἀνακυλίω] Ι. (μτβ.) 1. κυλώ 2. κυλώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 3. ανακινώ, μετακινώ, κάνω άνω κάτω 4. αντιστρέφω, αναποδογυρίζω 5. σκάβω, ανασκάβω 6. μεταβάλλω τη φυσική θέση πραγμάτων, ανακατεύω 7. περιστρέφω,… …   Dictionary of Greek

  • ανακύλιση — η 1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. ανατροπή, αναποδογύρισμα 4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898… …   Dictionary of Greek

  • ανακύλισμα — το [ανακυλίω] 1. ανατροπή, αναποδογύρισμα 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. βαθύ σκάψιμο τής γης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»